-
1 вспомогательный
вспомогательный βοηθητικός ◇ \вспомогательный глагол το βοηθητικό ρήμα* * *вспомога́тельный глаго́л — το βοηθητικό ρήμα
-
2 вспомогательный
επ.βοηθητικός, επικουρικός•-ыв работы βοηθητικές δουλειές•
вспомогательный глагол βοηθητικό ρήμα.
-
3 глагол
глаголм грам τό ρήμα:вспомогательный \глагол τό βοηθητικό[ν] ρήμά переходный \глагол τό μεταβατικό[ν] ρῆμα· непереходный \глагол τό ἀμετάβατο[ν] ρῆμα· возвратный \глагол τό μέσο[ν] ρήμα. -
4 глагол
(грам) το ρήμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глагол
-
5 вспомогательный
вспомогательныйприл βοηθητικός, ἐπικουρικός/ δευτερεύων (второстепенный):\вспомогательныйые войска τά βοηθητικά στρατεύματα, τά ἐπικουρικά στρατεύματα· \вспомогательный глаго́л грам. τό βοηθητικό[ν] ρήμα.
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek